χειροσφίξιμο

χειροσφίξιμο
το, Ν
το σφίξιμο τών χεριών κατά τη χειραψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειροσφίγγω. Η λ., στον τ. πληθ. χειροσφιγξίματα, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”